- προταρβώ
- -έω, Α1. φοβάμαι εκ τών προτέρων («θάνατον προταρβοῡσα», Ευρ.)2. φοβάμαι ή είμαι ανήσυχος για κάτι («ὁ ξυνήθης πότμος οὐκ εἴα πατρὸς ἡμᾱς προταρβεῑν», Σοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + ταρβῶ «φοβάμαι, ανησυχώ»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προταρβῶ — προταρβέω fear beforehand pres subj act 1st sg (attic epic doric) προταρβέω fear beforehand pres ind act 1st sg (attic epic doric) προταρβέω fear beforehand pres subj act 1st sg (attic epic doric) προταρβέω fear beforehand pres ind act 1st sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)